Όταν εδώ και πενηντατρία χρόνια, στα 1896, γύρισα στην Ελλάδα, ύστερα από ένδεκα χρονών διαμονή στο Βορρά, όπου από δώδεκα χρονών παιδί είχα μεταφυτευθούν απ’ το πατρικό σπίτι της Πλάκας, πήρα μαζί και τα σκι μου. Μου τα είχε χαρίσει, μια θειά μου, όταν ακόμη ήμουν μαθητής κάπου δεκάξη χρονών, μια βραδυά στο Δέντρο των Χριστουγέννων. Ήταν απ’ τα μακρυά, γιατί τότε στο Βορρά τα παιδιά παίζανε και με τα brake, τα κοντά. Τα κουβάλησα μαζί μου μάλλον για ενθύμησι, παρά για να τα χρησιμοποιήσω στην Ελλάδα, στη χώρα του ζεστού ήλιου, των απρόσιτων βουνών. Έτσι τάριξα στην αποθηκούλα του σπιτιού, για να εμποδίζουν τη παλιά μας υπηρέτρια, την κυρά Βασιλική, σε κάθε τακτοποίησι.
– Τι τα θέλει αυτά τα ξύλα ο κύριος Κώστας, δεν τα καίμε στη μπουγάδα;
Χρόνια αρκετά μένανε τα σκι κρεμασμένα κι’ άχρηστα. Αλλά, όπως όλα τα πράματα, έτσι και τα σκι μου, είχαν το πεπρωμένο τους. Μια μέρα κουβεντιάζοντας για τα χειμερινά σπορ του Βορρά με τον πρώτο παιδαγωγό των μικρών βασιλοπαίδων, τον Ελβετό Σίνδλερ, που τούκανα φιλικά ρωσικό μάθημα, γιατί καθώς μούλεγε θα πήγαινε για παιδαγωγός στην τσαρική οικογένεια κι’ ήθελε να ξέρη λίγα απ’ τη γλώσσα του τόπου, τούπα ότι έχω ακόμα τα παλιά μου σκι πεταμένα κάπου.
– Και δεν τα μεταχειριζόμαστε καμιά φορά στο Τατόϊ όπου το χιόνι μερικές φορές περνά και τα Ελβετικά βουνά;
Συμφωνήσαμε. Μια μέρα λοιπόν του Φλεβάρη του 1904 ανεβήκαμε στο Τατόϊ, ο Σίνδλερ, οι δυό βασιλόπαιδες Γεώργιος και Αλέξανδρος (μικρά παιδιά τότε 12-15 χρονών) κι’ εγώ. Οι δέστρες, έπειτα από τόσα χρόνια, είχαν κάπου παραπέσει και χαθή, βαξ δεν είχαμε πάρει μαζί μας, ούτε θα βρισκότανε φαντάζομαι τότε στην Αθήνα, στο παλάτι του Τατοϊού όμως βρήκαμε ένα σπερματσέτο και μ’ αυτό αρχίσαμε να τρίβουμε τα σκι. Για δέστρες, κάποιος γέρο θαλαμηπόλος του παλατιού, μας εξοικονόμησε κάτι ράντες και για μπαστούνια χρησιμοποιήσαμε ένα σκουπόξυλο, κι’ ένα μπαστούνι (που ίσως νάτανε και του Γεωργίου του Α΄). Μπήκαμε λοιπόν έτσι στο χορό και σαν απροετοίμαστοι, έπειτα από τόσα χρόνια, και σαν μέτριοι σκιέρ που ήμαστε, με κάποια προσοχή. Γρήγορα όμως πήραμε θάρρος και τσουλίσαμε απ’ τον κατήφορο του παλατιού ως τα βουστάσια του κτήματος κι’ ακόμα παρακάτω. Ο ενθουσιασμός μας δεν περιγραφόταν. Σκι στην Ελλάδα; Αυτό ήταν κάτι το εξαιρετικό! Όταν ο Βάϊσμαν, ο παλιός Δανός διευθυντής του Τατοϊού, το διηγήθηκε, όπως μου έλεγε, στον Βασιληά Γεώργιο τον Α΄, στην αρχή εκείνος δεν το πίστεψε, έπειτα όμως άρχισε να γελά.
Αλλά το σπορ άρεσε τους μικρούς βασιλόπαιδες κ’ έπειτα από πολλά παρακάλια ο Σίνδλερ τους έκανε με προσοχή μερικούς μικρούς γύρους, για να τουμπάρουν σε λίγο. Από κείνο τον καιρό όταν έπεφτε πολύ χιόνι στο Τατόϊ ή στην Κηφισιά ανέβαινα κ’ έπαιζα, μόνος μου εννοείται, λίγες ώρες. Ένα αξιόλογο γύρο, για την εποχή, που βάστηξε αρκετές ώρες, εκάναμε στην Κηφισιά, με τον Πφένιγ της Οινοποιϊας του κτήματος Τατοϊού, και με ένα νεαρό Βέλγο, νομίζω το γυιό του τότε πρέσβυ, εννοείται πάντα με τα δικά μου σκι, που τα ξαναλάζαμε μεταξύ μας, γιατί άλλο ζευγάρι δεν υπήρχε τότε στην Αθήνα. Αργότερα έτυχε να κάνω σκι στην Κηφισιά προς το δημόσιο δρόμο του Τατοϊού και με ένα άλλο Βέλγο, πάλι της πρεσβείας.
Σε μια χιονοθύελλα των Αθηνών, νομίζω στα 1906, που το χιόνι μεσ’ τη πόλι έφτασε τους 40-50 πόντους, δεν βάστηξα. Τάδεσα και τσούλισα, με δρομολόγιο Κολωνάκι, Κανάρη, Ακαδημίας, Γρηγορίου Ε΄και Πανεπιστημίου, όπου για να γλυτώσω απ’ τη μαρίδα που με καταδίωκε, χώθηκα σ’ ένα μαγαζί των Χαυτείων. Αυτό το επεισόδιο το γράψανε κ’ οι εφημερίδες με χτυπητούς τίτλους: “Αι Αθήναι Φινλανδία”, “Η χθεσινή χιονοδρομία εντός της πόλεως”.
Στην Πάρνηθα για τη δυσκολία της συγκοινωνίας ανέβηκα αργότερα, δέκα πέντε χρόνια προτού γίνη ο δημόσιος δρόμος, την πρώτη χρονιά που έγινε το παλιό προσωρινό Σανατόριο, στα 1914. Είχα φορτώση τα σκι στο μουλάρι του μακαρίτη του γιατρού Θάλη, του διευθυντή του Νοσοκομείου. Ανεβήκαμε από βραδύς μαζί, απ’ το παλιό μονοπάτι που περνά από τις Πόρτες και το πρωϊ μπήκα, μόνος φυσικά, σε κίνησι. Ο γιατρός που είχε περάση δέκα πέντε χρόνια στην Ελβετία ενθουσιάστηκε, με παρακολουθούσε κουκουλωμένος στο χονδρό παλτό του ώρες ολόκληρες, και στο τέλος με περιποιήθηκε, μ’ ένα πλούσιο γεύμα. Εδώ και είκοσι χρόνια ο αλησμόνητος Σπήλιος Αγαπητός, εξαιρετική ελληνική φυσιογνωμία, γνωρίστηκε στο σπίτι μου με τους παλιούς μου φίλους και συνεργάτες στις εκδόσεις των γνωστών μεγάλων συγγραμμάτων για την Ελλάδα, τους Ελβετούς Fred Boissonnas και Daniel Baud-Bovy. Μιλώντας για τη φυσική ομορφιά της Ελλάδας και για τη δημιουργία τουρισμού, θίξανε και το ζήτημα των χειμερινών σπορ. Ο Αγαπητός δεν είχε καταγίνει ως τότε με τα χειμερινά σπορ, ενδιαφερόταν όμως για κάθε κοινωνική πρόοδο. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες απ’ την όμορφη αυτή πρωτοβουλία του αλησμόνητού μου φίλου. Άκρες μέσες, θυμάμαι μόνο ότι μια μέρα με ειδοποίησε να πάω στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, που θα συζητούσαμε για τα χειμερινά σπορ στην Ελλάδα κι’ άλλα.
Την ίδια εποχή, στα 1929, αν καλά θυμάμαι, ιδρύθηκε κι’ ο πρώτος Οργανισμός του Τουρισμού. Ήμουν κ’ εγώ ένα απ’ τα έξη μέλη του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου, κ’ έναν καιρό ο προσωρινός πρόεδρός του. Δεν είχα λοιπόν καιρό με τόσες άλλες ευθύνες, γενικές κι’ ατομικές, να καταγίνω και με τα χειμερινά σπορ. Ευτυχώς χάρις στην επιμονή του Σπήλιου Αγαπητού, που ήταν πρόεδρος πολλά χρόνια, και των καλών του συνεργατών του Ε.Ο.Σ., κατορθώθη το θαύμα των χιονοδρομιών στην Ελλάδα. Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούσα την προσπάθεια κι’ έπαιρνα μέρος στα εγκαίνια των καταφυγίων, στους αγώνες και σ’ ό,τι σχετικό.
Σ’ αυτά τα χρόνια γίνηκαν πολλά, και θα γίνουν περισσότερα, φτάνει η αγαπημένη μας νεολαία να μη χάση την αισιοδοξία της για το μέλλον. Τώρα όμως που γέρασα δεν ξέρω τί να κάμω με τα γέρικά μου σκι, που με εξυπηρετήσανε πενήντα οχτώ χρόνια. Πρέπει όμως να σωθώ απ’ τις διαμαρτυρίες των δικών μου που φοβούνται μη τσακιστώ καμιά μέρα πάνω στα βουνά, και περάσω τα στερνά μου χρόνια με δεκανίκια.
Απεφάσισα λοιπόν, μόλις χιονίση στην Πάρνηθα, ν’ ανεβώ να κάνω μερικές βόλτες κ’ έπειτα να τα κρεμάσω στο Καταφύγιο για διακόσμησι, ανάμνησι και μίμησι των διαδόχων μας, των νέων σκιέρ.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Το Βουνό” 1949